ὑψηλόνους

ὑψηλόνους
ὑψηλόνους
high-minded
masc/fem nom pl
ὑψηλόνους
high-minded
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υψηλόνους — ουν, και ασυναίρ. τ. ὑψηλόνοος, ον, Α 1. υψηλόφρων 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηλόνουν κομπορρημοσύνη, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + νόος / νοῦς (πρβλ. ὀρθό νους)] …   Dictionary of Greek

  • ὑψηλόνουν — ὑψηλόνους high minded masc/fem acc sg ὑψηλόνους high minded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”